- περιάλλομαι
- περιάλλομαι,A leap around, Sch.Nic.Al.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιάλλομαι — Α πηδώ γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄλλομαι «πηδώ»] … Dictionary of Greek